- φιλοθεώρῳ
- φιλοθέωροςsightseermasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοθεωρώ — έω, Α [φιλοθέωρος] μού αρέσει η παρατήρηση τών πραγμάτων, θέλω να βλέπω και να παρατηρώ («ὅσα ἄλλα συμπτώματα δύναται ἐπινοεῑσθαι ὑπὸ τῶν κατὰ τὸ φιλοθεωρεῑν συντεινόντων ἑαυτούς», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
φιλοτοιούτος — ὁ, Α φίλος τών τέτοιων πραγμάτων, αυτός που αγαπά τα πράγματα («ἑκάστῳ δὲ ἐστὶν ἡδὺ πρὸς ὃ λέγεται φιλοτοιοῡτος, οἶον ἵππος μὲν τῷ φιλίππῳ, θέαμα δὲ τῷ φιλοθεώρῳ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τοιοῦτος] … Dictionary of Greek